- παίγνι'
- παίγνια , παίγνιονplaythingneut nom/voc/acc plπαίγνια , παίγνιοςplayfulneut nom/voc/acc plπαίγνιε , παίγνιοςplayfulmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.